τρόπαλις

τρόπαλις
τρόπᾱλις, ιδος, ,
A bundle, bunch, σκορόδων τ. a bunch of garlic, Ar. Ach.813 (Megar.). ([dialect] Dor. for τρόπηλις, which is given with this accent by Hdn.Gr.1.91; but in Ar. l.c. codd. RAΓ have τροπαλλίδος and Suid. τροφαλλίδος:—cf. τριοπηλίς and τριτοπηλίς.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροπαλίς — και τροπαλλίς, ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α δέσμη, δεμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω + υγρό ένθημα αλ με… …   Dictionary of Greek

  • τριοπηλίς — και τριτοπηλίς, ίδος, ἡ Α πλεξίδα από σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. τ. αντί τού τρόπαλις* (πρβλ. τροπαλλίς και αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ επίδραση τών αριθμ. τρεις, τρία και τρίτος] …   Dictionary of Greek

  • τριτοπηλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί τού τρόπαλις* (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ επίδραση τού τρίτος] …   Dictionary of Greek

  • τροπαλλίς — ίδος, ἡ, Α βλ. τροπαλίς …   Dictionary of Greek

  • τρόπηλις — ήλιδος, ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. τροπαλίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”